- προσχαρισμός
- προσχᾰρ-ισμός, ὁ,= Lat.A arrogatio, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσχαρισμός — ὁ, Α [προσχαρίζομαι] το να χαρίζει κανείς κάτι … Dictionary of Greek